κοιτάζω

κοιτάζω
και κοιτώ, -άω (AM κοιτάζω)
νεοελλ.
1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι' αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί»)
2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι
β) «κοίταξε να δεις» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με
γ) «κοιτώ με μισό μάτι» — κακοβλέπω κάποιον
δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — είμαι υπερόπτης
ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα
νεοελλ.-μσν.
1. στρέφω το βλέμμα και προσηλώνω τα μάτια μου κάπου, παρατηρώ («μέ κοίταξε με εξεταστικό βλέμμα»)
2. φροντίζω, μεριμνώ, νοιάζομαι για κάποιον (α. «δεν τόν κοίταξαν καθόλου τα παιδιά του» β. «κοίταξε λίγο και την υγειά σου»)
3. δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε κάτι, ασχολούμαι ιδιαίτερα με κάτι, προσέχω (α. «κοιτάζει να είναι συνεπής» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το έγγραφο;»)
4. εξετάζω κάποιον ή κάτι
5. παρακολουθώ
6. λογαριάζω, υπολογίζω
μσν.
1. διακρίνω, ξεχωρίζω κάποιον ή κάτι
2. επιβλέπω κάποιον ή κάτι, επιστατώ
3. (ενεργ. και μέσ.) πέφτω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ
4. συνευρίσκομαι
μσν.-αρχ.
διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, κατακλίνω κάποιον
2. κλείνω ζώο στη μάντρα, μαντρώνω («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)
3. (για ζώο) έχω κάπου τη φωλιά μου
4. παθ. κοιτάζομαι
σταθμεύω για ξεκούραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη. Η νεοελλ. σημ. «παρατηρώ, βλέπω» οφείλεται στην έννοια τής επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την κοίτη του κοντά στο πράγμα που επιτηρούσε. Ο τ. κοιτώ είναι μεταπλασμένος τ. τού κοιτάζω. Η γραφή κυτάζω ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. κυπτάζω και εξετάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοιτάζω — put to bed pres subj act 1st sg κοιτάζω put to bed pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάζω — κοιτάζω, κοίταξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. κοιτάω / κοιτώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοιτάζω — κοίταξα, κοιτάχτηκα, κοιταγμένος 1. στρέφω το βλέμμα σε κάτι ή κάποιον, βλέπω, τηρώ: Κοιτάζω την όμορφη γυναίκα. 2. προσέχω, φροντίζω: Κοιτάζει τους γονείς του. 3. εξετάζω άρρωστο: Ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο, αλλά δεν του βρήκε τίποτα. 4. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιτάζῃ — κοιτάζω put to bed pres subj mp 2nd sg κοιτάζω put to bed pres ind mp 2nd sg κοιτάζω put to bed pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάξω — κοιτάζω put to bed aor subj act 1st sg κοιτάζω put to bed fut ind act 1st sg κοιτάζω put to bed aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταζομένων — κοιτάζω put to bed pres part mp fem gen pl κοιτάζω put to bed pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταζόμενον — κοιτάζω put to bed pres part mp masc acc sg κοιτάζω put to bed pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταζόντων — κοιτάζω put to bed pres part act masc/neut gen pl κοιτάζω put to bed pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάζει — κοιτάζω put to bed pres ind mp 2nd sg κοιτάζω put to bed pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτάσεις — κοιτάζω put to bed aor subj act 2nd sg (epic) κοιτάζω put to bed fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”